χηνήσιος

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χήνειος (α. «χηνήσιο κρέας» β. «χηνήσιο βάδισμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].