χιονόπτωση

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) η πτώση τών νιφάδων του χιονιού στην επιφάνεια του εδάφους.