χολιάζω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

Ν χόλος / χολή
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να θυμώσει ή να πικραθεί πολύ
2. (αμτβ.) οργίζομαι, θυμώνω.