χορδολογώ

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

-έω, Α
ρυθμίζω τους βασικούς τόνους τών χορδών ενός μουσικού οργάνου, κουρντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -λογῶ].