ρυθμίζω

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ῥυθμίζω ΝΜΑ ῥυθμός
1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.)
2. (κατ' επέκτ.) διευθετώ, τακτοποιώ («η κυβέρνηση θα ρυθμίσει τα σχετικά με το νέο ωράριο τών καταστημάτων θέματα»)
μσν.
μτφ. γαληνεύω την ψυχή
αρχ.
1. απαγγέλλω ή τραγουδώ με μέτρο, με ρυθμό («οὐ γὰρ δή γε ὡς ἴαμβον ἀξιώσαιμ' ἂν ἔγω γε τὸ κῶλον τοῦτον ῥυθμίζειν» Διον. Αλ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) κατευθύνω, εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ («καὶ τὰ παιδικὰ πείθοντες καὶ ῥυθμίζοντες εἰς τὸ ἐκείνου ἐπιτήδευμα», Πλάτ.)
3. (σχετικά με πράγμ.) α) προσδίδω σε κάτι συγκεκριμένη όψη («ἢν δὲ μειδιάσω καὶ ῥυθμίσω τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ἥδιστον», Λουκιαν.)
β) δίνω ορισμένη κατεύθυνση («δένδρα ῥυθμίζειν ὥστε πρὸς μεσημβρίαν βλέπειν», Θεόφρ.)
4. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις, διαθέσεις ή αισθήματα) α) διαμορφώνω
β) προσδιορίζω, καθορίζω («τί δὲ ῥυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου;», Σοφ.)
5. ιατρ. εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή με μαλάξεις
6. κυβερνώ, διοικώ («τὴν οἰκίαν ῥυθμιζέτω ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)
7. μέσ. ῥυθμίζομαι
τακτοποιώ, διευθετώ.