χορδοποιία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χορδοποιός
η τέχνη και το επάγγελμα του χορδοποιού
νεοελλ.
η βιομηχανία κατασκευής χορδών τών μουσικών οργάνων.