χορηγητήρ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
χορηγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χορηγῶν, παρέχων, δοτήρ, ἐπὶ τοῦ θεοῦ, σύ, πάτερ, σύ, χορηγητήρ, ἐπάκουσον Χρησμ. Σιβ. 7. 90.
-ῆρος, ὁ, Α
(για τον θεό) χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγῶ + κατάλ. -τήρ (πρβλ. οἰκητήρ)].