χοροπηδώ

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. χορεύω αναπηδώντας
2. αναπηδώ ζωηρά ή με ρυθμό, ιδίως από χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πηδώ].