χουφτώνω

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source

Greek Monolingual

και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα
1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά
2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)
3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.