χρηματοφυλάκιο
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek Monolingual
το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ χρηματοφύλαξ, -ακος]]
νεοελλ.
(παλ. τ.) πορτοφόλι
αρχ.
θησαυροφυλάκιο.