χρηστοέπεια

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α χρηστοεπής
το να λέει κανείς χρηστά λόγια, το να μιλάει με χρηστό τρόπο.