χρυσίδες
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, της υπόταξης απόκριτα, με μεταλλικό χρωματισμό που θυμίζει πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysidae (< χρυσίς, -ίδος)].
Russian (Dvoretsky)
1 золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2 шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3 расшитая золотом обувь или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).