χρυσόχρωμος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτόχρωμος].