χρῶ

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

French (Bailly abrégé)

contr. p. χράου, impér. prés. de χράομαι.

Greek Monotonic

χρῶ: Αττ. προστ. του χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρῶ:
I атт. imper. 2 л. praes. к χράομαι I.
II эол. Sappho acc. sing. к χρώς.