χόντρος

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ιδιότητα ή η κατάσταση του χοντρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)].