γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
το, Ν η ιδιότητα ή η κατάσταση του χοντρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)].