χόντρος

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ιδιότητα ή η κατάσταση του χοντρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)].