ψύχρανσις

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψύχρανσις: -εως, ἡ, ψῦξις, κρύωμα, Μεταγεν. Ἰατρ.