γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀστεῖος, ἀστικός, ἁπαλός, ἀπαλός, τεχνητικός, εὐτράπεζος, κομψός, ἀκριβής