категория

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Russian > Greek

γένεσις, διαίρεσις, κατηγορία, φυλή, συγγένεια, ἰδέα, λόγος