кровотечение
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian > Greek
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις