ἀγρευτήριον

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρευτήριον: ψυχῶν, Θ. Στουδ. σ. 969 ἔκδ. Μι.

Spanish (DGE)

-ου, τό cepo, trampa Procop.Gaz.M.87.1269E.