ἀζήλωτα

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀζήλωτα: adv. без (чьей-л.) зависти, без ревности (φιληθείς Anth.).