ἀλειτɛ̄ρός

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Spanish (DGE)

-ον
impío aunque dud. si por ἀλειτήριος q.u. CEG 439 (Atenas V a.C.), cf. ἀλιτηρός.