ἀμφέχυτο

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀμφιχέω.

Greek Monotonic

ἀμφέχῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἀμφιχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέχῠτο: 3 л. sing. aor. med. к ἀμφιχέω.