στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
v. ἀμφιχέω.
ἀμφέχῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἀμφιχέω.
ἀμφέχῠτο: 3 л. sing. aor. med. к ἀμφιχέω.