ἀμφίδεα Search Google

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀμφίδεα, τα (Α)
τα χείλη της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω «περιδένω, δένω ολόγυρα»].