περιδένω

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Greek Monolingual

περιδέω, ΝΑ
1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω
2. περιβάλλω, περιζώνω
3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι
είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι.