περιδένω

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

περιδέω, ΝΑ
1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω
2. περιβάλλω, περιζώνω
3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι
είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι.