ἀνέγνων

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

v. ἀναγιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἀνέγνων: αόρ. βʹ του ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγνων: aor. 2 к ἀναγιγνώσκω.