ἀναδραμοῦμαι

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

f. de ἀνατρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδραμοῦμαι: Anth. fut. к άνατρέχω.