ἀναριτοτρόφος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 205] Meerschneckenernährend, -Aesch. frg. 139, bei Ath. III, 86 b jetzt νηριτοτρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναριτοτρόφος: ὁ τρέφων άναρίτας, νῦν γράφεται νηριτοτρόφος.
[Seite 205] Meerschneckenernährend, -Aesch. frg. 139, bei Ath. III, 86 b jetzt νηριτοτρ.
ἀναριτοτρόφος: ὁ τρέφων άναρίτας, νῦν γράφεται νηριτοτρόφος.