ἀνεκδυσώπητος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκδυσώπητος: -ον, ἀνεξίλαστος, ἀμείλικτος, Δοσιθ. ἐν Λατ. Γραμμ. ἔκδ. Keil, VII. σ. 392.
Spanish (DGE)
-ον inexorable Dosith.392.