ἀνταποπέμπω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 244] dagegen wegschicken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποπέμπω: ἀνταποστέλλω, Ματθ. Ἀνέκδ. τ. 1, σ. 33.

Spanish (DGE)

devolver σφαῖρα νέων παλάμαις ἀνταποπεμπομένη Gr.Naz.M.37.771A.