ἀνταποπέμπω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
German (Pape)
[Seite 244] dagegen wegschicken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποπέμπω: ἀνταποστέλλω, Ματθ. Ἀνέκδ. τ. 1, σ. 33.
Spanish (DGE)
devolver σφαῖρα νέων παλάμαις ἀνταποπεμπομένη Gr.Naz.M.37.771A.