ἀνταποστέλλω

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποστέλλω Medium diacritics: ἀνταποστέλλω Low diacritics: ανταποστέλλω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: antapostéllō Transliteration B: antapostellō Transliteration C: antapostello Beta Code: a)ntaposte/llw

English (LSJ)

send in exchange, ὁμήρους Plb.21.43.22; send backwards and forwards, πρέσβεις D.C.50.2, cf. Aen.Tact.31.9 (Pass.); refer one back again, ἐπί τι S.E.M.8.86; of an echo, τὰς ἀνακλάσεις ἀ. Plu.2.248c.

Spanish (DGE)

1 enviar en intercambio πρέσβεις D.C.50.2.1 ἄλλους (ὁμήρους) Plb.21.43.22, τὰ μέγιστα τῶν ... δώρων Plb.32.1.3.
2 enviar en respuesta una embajada, LXX 3Re.21.10, unas cartas, Aen.Tact.31.9 ter.
3 enviar a su vez (ἡμᾶς) ἐπὶ τὸ ὑπάρχον S.E.M.8.86, τὰς ἀνακλάσεις de una reverberación, Plu.2.248c.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen abschicken, Pol. 22, 28.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνταπέστελλον;
renvoyer en échange, rapporter.
Étymologie: ἀντί, ἀποστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποστέλλω:
1 посылать обратно, отражать (ἀνακλάσεις Plut.);
2 посылать взамен (ἄλλους ὁμήρους Polyb.);
3 посылать в ответ (τῶν ῥητόρων τινάς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποστέλλω: στέλλω ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ εἴκοσι διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: στέλλω ὀπίσω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: παραπέμπω τινὰ πάλιν, ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86.

Greek Monolingual

ἀνταποστέλλω (AM)
μσν.
στέλνω πίσω, επιστρέφω
αρχ.
1. ανταλλάσσω
2. παραπέμπω για δεύτερη φορά.