ἀντιπροσερρήθην

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. de ἀντιπροσαγορεύω.

Spanish (DGE)

v. ἀντιπροσαγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπροσερρήθην: aor. pass. к ἀντιπροσαγορεύω.