ἀξιαγώνιστος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιαγώνιστος: -ον, ὁ ἄξιος ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, πρός τινα Νικήτ. Χρον. 60D.