ἀπήματος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήματος: -ον, = ἀπήμαντος, οὐκ ὀρθὴ γραφή, ἐν Παυσ. 10. 22, 9, ἀλλὰ νῦν διορθωθεῖσα εἰς ἀπήμαντον, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 473, 28.