ἀπαράνοικτος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράνοικτος: -ον, ὁ οὐχὶ ἀνοικτός, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
no abierto, cerrado πύλη de la virginidad de María, Rom.Mel.1.θʹ.52, τὰ ... κλεῖθρα Chrys.M.59.530.