ἀπαράνοικτος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράνοικτος: -ον, ὁ οὐχὶ ἀνοικτός, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
no abierto, cerrado πύλη de la virginidad de María, Rom.Mel.1.θʹ.52, τὰ ... κλεῖθρα Chrys.M.59.530.