ἀπελάω

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
f. att. de ἀπελαύνω.
2-ῶ :
impér. prés. ἀπέλα ; sel. d'autres, ao. 3ᵉ pl. dor. ἀπήλααν;
c. ἀπελαύνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo pres.]
alejarse, marcharse καὶ νῦν ... ἀπέλα, ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἐμὸν ἵππον X.Cyr.8.3.32, πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς Hdt.8.102
en v. pas. ser expulsado ἀπελάονται ἐ(γ) Ναυπάκτο Λοϙροί IG 92.718.8 (Calion V a.C.).

German (Pape)

s. ἀπελαύνω.