ἀποδερματόομαι

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδερμᾰτόομαι Medium diacritics: ἀποδερματόομαι Low diacritics: αποδερματόομαι Capitals: ΑΠΟΔΕΡΜΑΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apodermatóomai Transliteration B: apodermatoomai Transliteration C: apodermatoomai Beta Code: a)podermato/omai

English (LSJ)

Pass., of shields, to have their leather covering destroyed, ὑπ' ὄμβρου Plb.6.25.7: —late in Act., flay, κεφαλὴν ξίφει Zos.Alch.p.108B.

Spanish (DGE)

1 pelarse la cubierta de cuero de un escudo ὑπὸ ... τῶν ὄμβρων Plb.6.25.7.
2 tard. en act. desollar τὴν κεφαλήν μου τῷ ξίφει Zos.Alch.p.108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδερμᾰτόομαι: παθ., ἐπὶ ἀσπίδων, ἐκ βοείου δέρματος, αἵτινες εὐκόλως ἐβλάπτοντο ὑπὸ τῆς βροχῆς καὶ κατεστρέφετο τὸ δέρμα, ὑπό τε τῶν ὄμβρων ἀποδερματούμενοι και μυδῶντες (οἱ θυρεοὶ) δύσχρηστοι καὶ πρότερον ἦσαν, καὶ νῦν ἔτι γίγνονται παντελῶς Πολύβ. 6. 25, 7.