ἀποκρυσταλλοῦμαι

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.