ἀποπατῶ

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Mantoulidis Etymological

(=ἀπομακρύνομαι ἀπό τό δρόμο γιά φυσική ἀνάγκη). Ἀπό τό ἀπό + πατῶ.
Παράγωγα: ἀποπάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.