ἀποπατῶ
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Mantoulidis Etymological
(=ἀπομακρύνομαι ἀπό τό δρόμο γιά φυσική ἀνάγκη). Ἀπό τό ἀπό + πατῶ.
Παράγωγα: ἀποπάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.