ἀποπατῶ
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Mantoulidis Etymological
(=ἀπομακρύνομαι ἀπό τό δρόμο γιά φυσική ἀνάγκη). Ἀπό τό ἀπό + πατῶ.
Παράγωγα: ἀποπάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.