ἀρτοποιεῖον

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

German (Pape)

[Seite 363] τό, Bäckerei.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοποιεῖον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα κατασκευάζεται ἄρτος, ἀρτοποιεῖον, «ψωμάδικον», Ἐφρ. Σύρ. τ. 1. σ. 221, πρβλ. ἀρτοκοπεῖον.