ἀρτοποιεῖον

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 363] τό, Bäckerei.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοποιεῖον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα κατασκευάζεται ἄρτος, ἀρτοποιεῖον, «ψωμάδικον», Ἐφρ. Σύρ. τ. 1. σ. 221, πρβλ. ἀρτοκοπεῖον.