ἀσπιδόεσσα

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδοειδής, ἀσπιδοειδές και ἀσπιδόεις, ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.