ἀσπιδοειδής

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδοειδής Medium diacritics: ἀσπιδοειδής Low diacritics: ασπιδοειδής Capitals: ΑΣΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aspidoeidḗs Transliteration B: aspidoeidēs Transliteration C: aspidoeidis Beta Code: a)spidoeidh/s

English (LSJ)

ἀσπιδοειδές,
A shaped like a shield, Agatharch.105.
II adorned with serpents, βασιλεῖαι OGI90.44 (Rosetta).

Spanish (DGE)

-ές
1 con forma de escudo del sol, Agatharch.105, D.S.3.48.
2 adornado con un áspid de la corona de Egipto βασίλεια OGI 56.62 (Canopo III a.C.), 90.44 (Roseta II a.C.).

German (Pape)

[Seite 373] ές, schildförmig, Diod. Sic.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοειδής: щитовидный (ἥλιος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα ἀσπίδος, ὅμοιος ἀσπίδι, ἀσπιδοειδῆ γίνεσθαι τὸν ἥλιον Διοδ. 3. 48. ΙΙ. ὅμοιος ἀσπίδι (τῷ ὄφει), Ἐπιγρ. Ροζέτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 44.

Greek Monolingual

ἀσπιδοειδής, ἀσπιδοειδές και ἀσπιδόεις, ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.