ἀφῖχθαι

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monotonic

ἀφῖχθαι: απαρ. παρακ. του ἀφ-ικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῖχθαι: эп. inf. pf. к ἀφικνέομαι.