Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de ἀείρω.
ἄερθεν: эп. 3 л. pl. aor. pass. к ἀείρω.
ἄερθεν: ἴδε ἐν ἀείρω.
ἄερθεν: Επικ. αντί ἠέρθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀείρω· ἀέρθη, γʹ ενικ. -ἀερθείς, μτχ.