ἄερθεν

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de ἀείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἄερθεν: эп. 3 л. pl. aor. pass. к ἀείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄερθεν: ἴδε ἐν ἀείρω.

Greek Monotonic

ἄερθεν: Επικ. αντί ἠέρθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀείρω· ἀέρθη, γʹ ενικ. -ἀερθείς, μτχ.