French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄερθεν: эп. 3 л. pl. aor. pass. к ἀείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄερθεν: ἴδε ἐν ἀείρω.
Greek Monotonic
ἄερθεν: Επικ. αντί ἠέρθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀείρω· ἀέρθη, γʹ ενικ. -ἀερθείς, μτχ.