ἄνυτο

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monotonic

ἄνῠτο: Δωρ. αντί ἤνυτο = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἀνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνῠτο: (ᾱ) дор. Theocr. 3 л. sing. impf. pass. к ἄνυμι.